παξαμάδιον — και παξαμάτιον, τὸ, ΜΑ [παξαμάς] (υποκορ. τού παξαμᾱς) μικρό παξιμάδι … Dictionary of Greek
παξαμίς — ίδος, ἡ, Α παξαμάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παξαμᾶς + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
παξαμάτης — ὁ, Μ [παξαμάς] παξιμάδι … Dictionary of Greek
παξαμίτης — ὁ, Μ (ενν. άρτος) παξιμάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παξαμᾶς + επίθημα ίτης] … Dictionary of Greek
παξιμάδι — Όνομα μικρών ελληνικών νησιών. 1. Νησί στον νότιο Ευβοϊκό, στα αριστερά εκείνου που πλέει προς την Κάρυστο. 2. Νησί στο Κρητικό πέλαγος, στα Α της Δίας και 9 μίλια ΒΑ του Ηρακλείου. 3. Νησί στο νότιο Αιγαίο, κοντά στη Μήλο. Στα ρηχά νερά που το… … Dictionary of Greek
Πάξαμος — Αρχαίος Ελληνας γραμματικός και λόγιος. Έγραψε τα έργα: Οψαρτυτικά, Βοιωτικά, Δωδεκάτεχνον περί αισχρών σχημάτων και Γεωργικά. To πότε έζησε δεν είναι εξακριβωμένο, πάντως ήταν σύγχρονος του Αθηναίου. Ο Π. θεωρείται εξάλλου και εφευρέτης του… … Dictionary of Greek